- βουβῶνος
- βουβώνgroinmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραψαύω — Α 1. αγγίζω ελαφρά (α. «παρέψαυσε τοῡ βουβῶνος» β. «παραψαῡσαι τῶν φορτίων», Πλούτ.) 2. θίγω επιπόλαια ή με μεγάλη συντομία ένα θέμα, αναφέρομαι βιαστικά σε ένα ζήτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψαύω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
τόρμα — και τόρμη, ἡ, Α 1. τροχιά άμαξας, το ίχνος που αφήνει ο τροχός στο έδαφος 2. άρθρωση συναρμογή («βουβῶνος ἐν τόρμαισι», Λυκόφρ) 3. (στην Κρήτη) περιοχή χώρας ή πόλης 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὐθὺς δρόμος κατὰ τέχνην, καὶ στροφή, καὶ σύμπας [δρόμος]» … Dictionary of Greek